ισογενής

ισογενής
ἰσογενής, -ές (Α)
ίσος ή όμοιος ως προς το γένος, ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -γενής (< γένος), πρβλ. ιδιο-γενής, ομοιο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομοκεντρικός — ή, ό 1. μαθημ. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με έναν άλλο, ομόκεντρος («σχήματα ομοκεντρικά») 2. φρ. «ομοκεντρική φωτεινή δέσμη» ή «ισογενής φωτεινή δέσμη» φυσ. φωτεινή δέσμη τής οποίας όλες οι ακτίνες διέρχονται από το ίδιο σημείο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”